fumer - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

fumer - translation to Αγγλικά

EXPERT ON CREATING PERFUME COMPOSITIONS
Fumer; Parfumeur; Perfumers; Fumers; Perfumier

fumer         
smoke, fume, steam; manure, cure, reek
faire émettre des vapeurs      
fume
fumeur         
n. smoker, fumy

Ορισμός

Fumer
·noun One that fumes.
II. Fumer ·noun One who makes or uses perfumes.

Βικιπαίδεια

Perfumer

A perfumer is an expert on creating perfume compositions, sometimes referred to affectionately as a nose (French: nez) due to their fine sense of smell and skill in producing olfactory compositions. The perfumer is effectively an artist who is trained in depth on the concepts of fragrance aesthetics and who is capable of conveying abstract concepts and moods with compositions. At the most rudimentary level, a perfumer must have a keen knowledge of a large variety of fragrance ingredients and their smells, and be able to distinguish each one alone or in combination with others. They must also know how each reveals itself over time. The job of the perfumer is very similar to that of flavourists, who compose smells and flavourants for commercial food products.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για fumer
1. Fumer peut apparaître comme une pratique autoérotique.
2. Je n‘ai pas l‘habitude de prendre des médicaments. – Fumer, c‘est...?
3. Moiteur viciée par une interdiction de fumer moquée.
4. Arręter de fumer un jour ? Pourquoi pas, répondent les experts, puisque le lendemain on peut recommencer ŕ fumer, ŕ lunité, en achetant une seule cigarette.
5. Car l‘interdiction de fumer s‘adresse ŕ eux aussi.